- λαιμάργως
- λαίμαργοςgreedyadverbialλαίμαργοςgreedymasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
περιδαρδάπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) (ενεργ. και παθ.) «λαιμάργως, απλήστως καταβροχθίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαρδάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek